Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδαπανάω
συνδασύνω
συνδαυχναφόρος
συνδεδεμένως
συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
View word page
σύνδειπνος
a companion at table

ShortDef

a companion at table

Debugging

Headword:
σύνδειπνος
Headword (normalized):
σύνδειπνος
Headword (normalized/stripped):
συνδειπνος
IDX:
84270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84271
Key:

Data

{'content': 'a companion at table'}