Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
συναφηβάω
συναφής
συναφιδρύομαι
συναφίημι
συναφικνέομαι
View word page
συναφαιρέω
to take away together

ShortDef

to take away together

Debugging

Headword:
συναφαιρέω
Headword (normalized):
συναφαιρέω
Headword (normalized/stripped):
συναφαιρεω
IDX:
84233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84234
Key:

Data

{'content': 'to take away together'}