Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
συναφηβάω
συναφής
View word page
συναύξησις
common growth

ShortDef

common growth

Debugging

Headword:
συναύξησις
Headword (normalized):
συναύξησις
Headword (normalized/stripped):
συναυξησις
IDX:
84230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84231
Key:

Data

{'content': 'common growth'}