Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
συναφηβάω
View word page
συναύξημα
increase
ShortDef
increase
Debugging
Headword:
συναύξημα
Headword (normalized):
συναύξημα
Headword (normalized/stripped):
συναυξημα
IDX:
84229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84230
Key:
Data
{'content': 'increase'}