Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
View word page
συναυξάνω
to increase

ShortDef

to increase

Debugging

Headword:
συναυξάνω
Headword (normalized):
συναυξάνω
Headword (normalized/stripped):
συναυξανω
IDX:
84228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84229
Key:

Data

{'content': 'to increase'}