Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναυαίνω
συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
View word page
σύναυλος2
dwelling with, living in the folds with
ShortDef
in concert with the aulos
dwelling with, living in the folds with
Debugging
Headword:
σύναυλος2
Headword (normalized):
σύναυλος
Headword (normalized/stripped):
συναυλος2
IDX:
84227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84228
Key:
Data
{'content': 'dwelling with, living in the folds with'}