Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνατροφέω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
View word page
συναυλίζομαι
to congregate
ShortDef
to congregate
Debugging
Headword:
συναυλίζομαι
Headword (normalized):
συναυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναυλιζομαι
IDX:
84225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84226
Key:
Data
{'content': 'to congregate'}