Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνατενίζω
συνατιμάζω
συνατμίζομαι
συνατονέω
συνατροφέω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος2
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
View word page
συναυδάω
to speak together: to agree, confess, allow
ShortDef
to speak together: to agree, confess, allow
Debugging
Headword:
συναυδάω
Headword (normalized):
συναυδάω
Headword (normalized/stripped):
συναυδαω
IDX:
84221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84222
Key:
Data
{'content': 'to speak together: to agree, confess, allow'}