Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναστράπτω
συναστρέω
συναστρία
συνασφαλίζομαι
συνασχαλάω
συνασχημονέω
συνασχολέομαι
συνατενίζω
συνατιμάζω
συνατμίζομαι
συνατονέω
συνατροφέω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλία2
View word page
συνατονέω
to be relaxed

ShortDef

to be relaxed

Debugging

Headword:
συνατονέω
Headword (normalized):
συνατονέω
Headword (normalized/stripped):
συνατονεω
IDX:
84214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84215
Key:

Data

{'content': 'to be relaxed'}