Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
συναστρέω
συναστρία
συνασφαλίζομαι
συνασχαλάω
συνασχημονέω
συνασχολέομαι
συνατενίζω
συνατιμάζω
συνατμίζομαι
συνατονέω
συνατροφέω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυγάζω
συναυγασμός
συναύγεια
συναυδάω
View word page
συνατενίζω
contueor
ShortDef
contueor
Debugging
Headword:
συνατενίζω
Headword (normalized):
συνατενίζω
Headword (normalized/stripped):
συνατενιζω
IDX:
84211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84212
Key:
Data
{'content': 'contueor'}