Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
συναστρέω
συναστρία
συνασφαλίζομαι
συνασχαλάω
συνασχημονέω
συνασχολέομαι
συνατενίζω
συνατιμάζω
συνατμίζομαι
συνατονέω
συνατροφέω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυγάζω
View word page
συνασχαλάω
to sympathise indignantly with
ShortDef
to sympathise indignantly with
Debugging
Headword:
συνασχαλάω
Headword (normalized):
συνασχαλάω
Headword (normalized/stripped):
συνασχαλαω
IDX:
84208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84209
Key:
Data
{'content': 'to sympathise indignantly with'}