Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
συναστρέω
συναστρία
συνασφαλίζομαι
συνασχαλάω
συνασχημονέω
συνασχολέομαι
View word page
συνασπιστής
a shield-fellow, comrade

ShortDef

a shield-fellow, comrade

Debugging

Headword:
συνασπιστής
Headword (normalized):
συνασπιστής
Headword (normalized/stripped):
συνασπιστης
IDX:
84200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84201
Key:

Data

{'content': 'a shield-fellow, comrade'}