Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
συναστρέω
συναστρία
συνασφαλίζομαι
συνασχαλάω
View word page
συνασπίζω
to be a shield-fellow

ShortDef

to be a shield-fellow

Debugging

Headword:
συνασπίζω
Headword (normalized):
συνασπίζω
Headword (normalized/stripped):
συνασπιζω
IDX:
84198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84199
Key:

Data

{'content': 'to be a shield-fellow'}