Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
συναστρέω
View word page
συνασοφέω
to be unwise

ShortDef

to be unwise

Debugging

Headword:
συνασοφέω
Headword (normalized):
συνασοφέω
Headword (normalized/stripped):
συνασοφεω
IDX:
84195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84196
Key:

Data

{'content': 'to be unwise'}