Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
συναστράπτω
View word page
συνασμενίζω
rejoice
ShortDef
rejoice
Debugging
Headword:
συνασμενίζω
Headword (normalized):
συνασμενίζω
Headword (normalized/stripped):
συνασμενιζω
IDX:
84194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84195
Key:
Data
{'content': 'rejoice'}