Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
συναστραγαλίζω
View word page
συνάσκησις
training

ShortDef

training

Debugging

Headword:
συνάσκησις
Headword (normalized):
συνάσκησις
Headword (normalized/stripped):
συνασκησις
IDX:
84193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84194
Key:

Data

{'content': 'training'}