Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστική
συνασταχύω
View word page
συνασκέω
to join in practising

ShortDef

to join in practising

Debugging

Headword:
συνασκέω
Headword (normalized):
συνασκέω
Headword (normalized/stripped):
συνασκεω
IDX:
84192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84193
Key:

Data

{'content': 'to join in practising'}