Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
View word page
συνασβολόω
blacken with soot

ShortDef

blacken with soot

Debugging

Headword:
συνασβολόω
Headword (normalized):
συνασβολόω
Headword (normalized/stripped):
συνασβολοω
IDX:
84188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84189
Key:

Data

{'content': 'blacken with soot'}