Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
View word page
συναρωγός
helper
ShortDef
helper
Debugging
Headword:
συναρωγός
Headword (normalized):
συναρωγός
Headword (normalized/stripped):
συναρωγος
IDX:
84187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84188
Key:
Data
{'content': 'helper'}