Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
View word page
συναρχοστατέομαι
take part in elections

ShortDef

take part in elections

Debugging

Headword:
συναρχοστατέομαι
Headword (normalized):
συναρχοστατέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρχοστατεομαι
IDX:
84185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84186
Key:

Data

{'content': 'take part in elections'}