Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
View word page
σύναρχος
a partner in office, colleague
ShortDef
a partner in office, colleague
Debugging
Headword:
σύναρχος
Headword (normalized):
σύναρχος
Headword (normalized/stripped):
συναρχος
IDX:
84184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84185
Key:
Data
{'content': 'a partner in office, colleague'}