Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
View word page
συναρχιεράομαι
to be a colleague in the high-priesthood

ShortDef

to be a colleague in the high-priesthood

Debugging

Headword:
συναρχιεράομαι
Headword (normalized):
συναρχιεράομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρχιεραομαι
IDX:
84181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84182
Key:

Data

{'content': 'to be a colleague in the high-priesthood'}