Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
View word page
συναρχαιρεσιάζω
help in canvassing for election

ShortDef

help in canvassing for election

Debugging

Headword:
συναρχαιρεσιάζω
Headword (normalized):
συναρχαιρεσιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναρχαιρεσιαζω
IDX:
84179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84180
Key:

Data

{'content': 'help in canvassing for election'}