Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
View word page
συναρτύνω
fit out, furnish with

ShortDef

fit out, furnish with

Debugging

Headword:
συναρτύνω
Headword (normalized):
συναρτύνω
Headword (normalized/stripped):
συναρτυνω
IDX:
84177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84178
Key:

Data

{'content': 'fit out, furnish with'}