Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
View word page
συναρτίζω
accommodate
ShortDef
accommodate
Debugging
Headword:
συναρτίζω
Headword (normalized):
συναρτίζω
Headword (normalized/stripped):
συναρτιζω
IDX:
84176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84177
Key:
Data
{'content': 'accommodate'}