Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
View word page
συνάρτησις
junction, union
ShortDef
junction, union
Debugging
Headword:
συνάρτησις
Headword (normalized):
συνάρτησις
Headword (normalized/stripped):
συναρτησις
IDX:
84175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84176
Key:
Data
{'content': 'junction, union'}