Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
View word page
συναρρωστέω
to be sick with

ShortDef

to be sick with

Debugging

Headword:
συναρρωστέω
Headword (normalized):
συναρρωστέω
Headword (normalized/stripped):
συναρρωστεω
IDX:
84172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84173
Key:

Data

{'content': 'to be sick with'}