Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
View word page
συναρπάζω
to seize and carry clean away

ShortDef

to seize and carry clean away

Debugging

Headword:
συναρπάζω
Headword (normalized):
συναρπάζω
Headword (normalized/stripped):
συναρπαζω
IDX:
84171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84172
Key:

Data

{'content': 'to seize and carry clean away'}