Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
View word page
συναρπαγή
robbery, plundering

ShortDef

robbery, plundering

Debugging

Headword:
συναρπαγή
Headword (normalized):
συναρπαγή
Headword (normalized/stripped):
συναρπαγη
IDX:
84170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84171
Key:

Data

{'content': 'robbery, plundering'}