Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
View word page
συναρμοττόντως
fittingly

ShortDef

fittingly

Debugging

Headword:
συναρμοττόντως
Headword (normalized):
συναρμοττόντως
Headword (normalized/stripped):
συναρμοττοντως
IDX:
84168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84169
Key:

Data

{'content': 'fittingly'}