Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
View word page
σύναρμος
joined
ShortDef
joined
Debugging
Headword:
σύναρμος
Headword (normalized):
σύναρμος
Headword (normalized/stripped):
συναρμος
IDX:
84163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84164
Key:
Data
{'content': 'joined'}