Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
View word page
συναρμονιάω
fit together

ShortDef

fit together

Debugging

Headword:
συναρμονιάω
Headword (normalized):
συναρμονιάω
Headword (normalized/stripped):
συναρμονιαω
IDX:
84162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84163
Key:

Data

{'content': 'fit together'}