Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναροτριάω
συναρπαγή
View word page
συναρμόζω
to fit together

ShortDef

to fit together

Debugging

Headword:
συναρμόζω
Headword (normalized):
συναρμόζω
Headword (normalized/stripped):
συναρμοζω
IDX:
84160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84161
Key:

Data

{'content': 'to fit together'}