Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
View word page
συναρκέομαι
to acquiesce along with

ShortDef

to acquiesce along with

Debugging

Headword:
συναρκέομαι
Headword (normalized):
συναρκέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρκεομαι
IDX:
84158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84159
Key:

Data

{'content': 'to acquiesce along with'}