Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
View word page
συναριστεύω
to do brave deeds together
ShortDef
to do brave deeds together
Debugging
Headword:
συναριστεύω
Headword (normalized):
συναριστεύω
Headword (normalized/stripped):
συναριστευω
IDX:
84156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84157
Key:
Data
{'content': 'to do brave deeds together'}