Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναραχνόομαι
συναρέσκω
συναρθμέω
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
View word page
συναριθμέω
to reckon in, to take into the account, enumerate
ShortDef
to reckon in, to take into the account, enumerate
Debugging
Headword:
συναριθμέω
Headword (normalized):
συναριθμέω
Headword (normalized/stripped):
συναριθμεω
IDX:
84150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84151
Key:
Data
{'content': 'to reckon in, to take into the account, enumerate'}