Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναπτέον
συναπτικός
συναπτός
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναραχνόομαι
συναρέσκω
συναρθμέω
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμοξα
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
View word page
συναρθμόομαι
to be closed
ShortDef
to be closed
Debugging
Headword:
συναρθμόομαι
Headword (normalized):
συναρθμόομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρθμοομαι
IDX:
84146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84147
Key:
Data
{'content': 'to be closed'}