Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπόφασις
συναποφάσκω
συναποφέρω
συναποφθίνω
συναποφύω
συναποχράομαι
συναποχωρέω
συναπτέον
συναπτικός
συναπτός
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναραχνόομαι
συναρέσκω
συναρθμέω
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
View word page
συνάπτω
to tie

ShortDef

to tie

Debugging

Headword:
συνάπτω
Headword (normalized):
συνάπτω
Headword (normalized/stripped):
συναπτω
IDX:
84139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84140
Key:

Data

{'content': 'to tie'}