Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
συναποφέρω
συναποφθίνω
συναποφύω
συναποχράομαι
συναποχωρέω
συναπτέον
συναπτικός
συναπτός
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναραχνόομαι
View word page
συναποφύω
cause to branch off with

ShortDef

cause to branch off with

Debugging

Headword:
συναποφύω
Headword (normalized):
συναποφύω
Headword (normalized/stripped):
συναποφυω
IDX:
84133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84134
Key:

Data

{'content': 'cause to branch off with'}