Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
συναποφέρω
συναποφθίνω
συναποφύω
συναποχράομαι
συναποχωρέω
συναπτέον
συναπτικός
συναπτός
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
View word page
συναποφέρω
help to carry off

ShortDef

help to carry off

Debugging

Headword:
συναποφέρω
Headword (normalized):
συναποφέρω
Headword (normalized/stripped):
συναποφερω
IDX:
84131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84132
Key:

Data

{'content': 'help to carry off'}