Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
συναποφέρω
συναποφθίνω
συναποφύω
View word page
συναποτίκτω
join in producing

ShortDef

join in producing

Debugging

Headword:
συναποτίκτω
Headword (normalized):
συναποτίκτω
Headword (normalized/stripped):
συναποτικτω
IDX:
84123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84124
Key:

Data

{'content': 'join in producing'}