Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
συναποφέρω
συναποφθίνω
View word page
συναποτίθεμαι
put off at the same time

ShortDef

put off at the same time

Debugging

Headword:
συναποτίθεμαι
Headword (normalized):
συναποτίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
συναποτιθεμαι
IDX:
84122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84123
Key:

Data

{'content': 'put off at the same time'}