Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
View word page
συναποτερματίζομαι
to be conterminous with

ShortDef

to be conterminous with

Debugging

Headword:
συναποτερματίζομαι
Headword (normalized):
συναποτερματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποτερματιζομαι
IDX:
84120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84121
Key:

Data

{'content': 'to be conterminous with'}