Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποσπάω
συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
View word page
συναποτέμνω
cut off together

ShortDef

cut off together

Debugging

Headword:
συναποτέμνω
Headword (normalized):
συναποτέμνω
Headword (normalized/stripped):
συναποτεμνω
IDX:
84119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84120
Key:

Data

{'content': 'cut off together'}