Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπορρήγνυμι
συναπορρίπτω
συναπορρύπτομαι
συναποσβέννυμι
συναποσεμνύνω
συναποσπάω
συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
View word page
συναποστερέω
to help to strip

ShortDef

to help to strip

Debugging

Headword:
συναποστερέω
Headword (normalized):
συναποστερέω
Headword (normalized/stripped):
συναποστερεω
IDX:
84114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84115
Key:

Data

{'content': 'to help to strip'}