Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποπνέω
συναποπτύω
συναπορέω
συναπορρέω
συναπορρήγνυμι
συναπορρίπτω
συναπορρύπτομαι
συναποσβέννυμι
συναποσεμνύνω
συναποσπάω
συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
View word page
συναποστάζω
let drop along with

ShortDef

let drop along with

Debugging

Headword:
συναποστάζω
Headword (normalized):
συναποστάζω
Headword (normalized/stripped):
συναποσταζω
IDX:
84110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84111
Key:

Data

{'content': 'let drop along with'}