Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπονοέομαι
συναποξύω
συναποπαύομαι
συναποπέμπω
συναποπίπτω
συναποπλέω
συναποπνέω
συναποπτύω
συναπορέω
συναπορρέω
συναπορρήγνυμι
συναπορρίπτω
συναπορρύπτομαι
συναποσβέννυμι
συναποσεμνύνω
συναποσπάω
συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
View word page
συναπορρήγνυμι
to break together

ShortDef

to break together

Debugging

Headword:
συναπορρήγνυμι
Headword (normalized):
συναπορρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συναπορρηγνυμι
IDX:
84104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84105
Key:

Data

{'content': 'to break together'}