Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλαυσις
συναπολαύω
συναπολείπω
συναπολήγω
συναπολιθόω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπολύω
συναπομαλάσσω
View word page
συναπολαμβάνω
to receive in common

ShortDef

to receive in common

Debugging

Headword:
συναπολαμβάνω
Headword (normalized):
συναπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συναπολαμβανω
IDX:
84079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84080
Key:

Data

{'content': 'to receive in common'}