Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλαυσις
συναπολαύω
συναπολείπω
συναπολήγω
συναπολιθόω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
View word page
συναποκτείνω
to kill together

ShortDef

to kill together

Debugging

Headword:
συναποκτείνω
Headword (normalized):
συναποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
συναποκτεινω
IDX:
84077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84078
Key:

Data

{'content': 'to kill together'}