Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλαυσις
συναπολαύω
συναπολείπω
συναπολήγω
συναπολιθόω
συναπόλλυμι
View word page
συναποκρύπτω
join in concealing

ShortDef

join in concealing

Debugging

Headword:
συναποκρύπτω
Headword (normalized):
συναποκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συναποκρυπτω
IDX:
84076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84077
Key:

Data

{'content': 'join in concealing'}